- πολυποδίαση
- η, ΝΑ ιατρ. πάθηση που χαρακτηρίζεται από τον σχηματισμό πάμπολλων πολυπόδων στο λεπτό έντερο, στο κόλον και στο ορθό και, κατ' εξαίρεση, στον οισοφάγο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek